Γιὰ τὸν Ἔρωτα -- Victor Hugo

Μιὰ Καρδιὰ Κάτω Ἀπὸ Πἐτρα

 

Τὶ νὰ ’ναι ὁ ἔρωτας; Ὁ κόσμος ὁλόκληρος σ’ ἕνα ὄν μονάχα, ἀπλωμένο σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὡς τὸ Θεό. Αὐτὸ εἶναι ὁ ἔρωτας.

Ὁ ἔρωτας εἶναι ἀσπασμὸς τῶν ἀγγέλων πρὸς τ’ ἄστρα.

Ἡ λύπη τῆς ψυχῆς ἀπὸ ἔρωτα εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη.Τὶ ἄδειοι ποὺ νιώθουμε ὅταν λείπει τὸ πλάσμα, ποὺ μόνο αὐτὸ γεμίζει τὸν κόσμο! Τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶμε γίνεται, ἀλήθεια, ὁ Θεὸς μας! Σίγουρα θὰ ζήλευε ὁ Θεός, αὐτὸς ὁ Πατέρας ὅλων, ἄν δὲν ἔπλαθε τὴ δημιουργία γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ψυχὴ γιὰ τὸν ἔρωτα.

Ἕνα χαμόγελο μόνο φτάνει γιὰ νὰ μπεῖ ἡ ψυχὴ σου στῶν ὀνείρων τὰ παλάτια.

Ὁ Θεὸς βρίσκεται πίσω ἀπ’ ὅλα, μὰ τὸν κρύβουν ὅλα. Εἶναι μαῦρα τὰ πράγματα, τὰ πλάσματα θαμπά. Ὅταν ὅμως άγαπᾶς ἕνα πλάσμα, τὸ κάνεις διάφανο.

Εἶναι προσευχὲς κάποιοι στοχασμοί. Ὑπάρχουν στιγμὲς πού, ὅποια στάση κι ἄν ἔχει τὸ κορμί, ἡ ψυχὴ βρίσκεται γονατισμένη.

Ὅταν οἱ ἐραστὲς εἶναι χωρισμένοι ξεγελιοῦνται, γιὰ τ’ ἀγαπημένο του πρόσωπο ὁ καθένας, μἐ χίλια πράματα χιμαιρικά, ποὺ ἔχουν ὅμως ἀληθινὴ ὑπόσταση. Ὅσο κι ἄν δὲν μποροῦν νὰ βλέπονται ἤ νὰ ἐπικοινωνοῦν, αὐτοὶ βρίσκουν χίλιους τρόπους γιὰ νὰ συνεννοοῦνται μυστικά. Στέλνουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τῶν πουλιῶν τὸ κελάηδημα, τῶν λουλουδιῶν τὴν εὐωδιά, τῶν παιδιῶν τὸ γέλιο, τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, τὸ στεναγμὸ τοῦ ἀέρα, τῶν ἄστρων τὶς ἀχίδες, τὴ δημιουργία ὁλόκληρη. Καὶ γιατὶ ὄχι; Ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὸν ἔρωτα ἔγιναν. Παντοδύναμος εἶναι ὁ ἔρωτας καὶ πλημμυρίζει ὁλόκληρη τὴ φύση μὲ τὰ μηνύματά του.
Ὦ ἄνοιξη, εἶσαι ἕνα γράμμα ποὺ γράφω στἠ λατρεμένη μου.

Τὸ μέλλον ἀνήκει πιότερο στὶς καρδιὲς παρὰ στὰ μυαλά. Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ γεμίσει τὴν αἰωνιότητα εἶναι ὁ ἔρωτας. Γιὰ τὸ ἁπόλυτο χρειάζεται τὸ ἀνεξάντλητο.

Σὰν ψυχὴ εἶναι ὁ ἔρωτας. Ἔχει τὴν ἴδια φύση μ’ αὐτή. Θεία ἀκτίνα σὰν κι ἐκείνη ποὺ δὲ φθείρεται, δὲ διαιρεῖται, δὲν τελειώνει σὰν κι αὐτή. Ἕνα κομμάτι ἀπὸ φωτιὰ βρίσκεται μέσα μας, ποὺ δὲν πεθαίνει, ποὺ εἶναι ἄπειρο. Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ περιορίσει καὶ νὰ τὸ σβήσει κανένας. Τὸ νιώθεις νὰ καίει ὡς τὸ μεδούλι σου, τὸ βλέπεις ν’ ἀκτινοβολεῖ ὡς τὰ βάθη τ’ οὐρανοῦ. Ὦ ἔρωτα! Ὦ λατρεῖες! Ὦ ἡδονὴ δύο πνευμάτων ποὺ συνεννοοῦντα, δύο καρδιῶν ποὺ δένονται ἡ μία μὲ τὴν ἄλλη, δύο ματιῶν ποὺ τὸ ἕνα διαπερνᾶ τὸ ἄλλο. Εὐτυχίες, θὰ ’ρθεῖτε καὶ σὲ μἐνα; Περίπατοι μὲ τὴ λατρεμένη, μέρες ὅλο φέγγος κι εὐλογία! Θάρρεψα μιὰ φορὰ πὼς κάπου κάπου φεύγουν ὧρες ἀπ’ τὴ ζωὴ τῶν ἀγγέλων καὶ κατεβαίνουν ἐδῶ κάτω, νἀ ὑποταχτοῦν στὴ μοίρα τῶν ἀνθρώπων.

Τίποτα δὲν ἔχει νὰ προσθέσει ὁ Θεὸς στὴν εὐτυχία ὅσων ἀγαπιοῦνται. Τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ δώσει στὸν ἔρωτά τους εἶναι διάρκεια δίχως τέλος. Ὕστερα ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῆς ζωῆς ἔρχεται καὶ ὁ ἔρωτας τῆς αἰωνιότητας. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ μεγαλώσει τὴν ἀνέκφραστη εὐτυχία ποὺ δίνει στὴν ψυχὴ ὁ ἔρωτας. Ὁ Θεὸς γεμίζει τὸν οὐρανό. Ὁ ἔρωτας γεμίζει τὸν ἄνθρωπο.

Γιὰ δύο λόγους βλέπεις ἕνα ἀστέρι: γιατὶ εἶναι φωτεινὸ καὶ ἐπειδὴ ἔχει τὸ μυστήριό του. Δίπλα σου ὅμως ἔχεις ἀλλη λάμψη, πιὸ γλυκιά, μὲ μυστήριο πιὸ μεγάλο: τὴ γυναῖκα.

Ὅποιοι κι ἄν εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἔχουμε τὰ πλάσματα ποὺ μ’ αὐτὰ ἀνασαίνουμε. Ἄν τὰ χάσουμε, χάνουμε καὶ τὸν ἀέρα μας, πνιγόμαστε. Πεθαίνουμε δίχως ἐκεῖνα. Καὶ εἶναι τόσο φριχτὸ νἀ πεθαίνει κανένας ἀπὸ ἔλλειψη ἀγάπης. Ἡ ἀσφυξία τῆς ψυχῆς.

Ὅταν ὁ ἔρωτας συγχωνεύει δύο πλάσματα σὲ μιὰ ἐνότητα ἱερὴ καὶ ἀγγελική, τότε τὰ πλάσματα αὐτὰ βρῆκαν τὸ μυστικὸ τῆς ζωῆς. Εἶναι οἱ δυὸ ἄκρες τῆς ἴδιας μοίρας, τὰ δυὸ φτερὰ τοῦ ἴδιου πνεύματος. Ἀγάπη θὰ πεῖ φτερούγισμα.

Τὴ μέρα ποὺ μιἀ γυναῖκα περνᾶ ἀπὸ μπροστὰ σου ἀφήνοντας φῶς στὸ διάβα της, πάει πιά, άγαπᾶς. Τότε δὲ σοῦ μένει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ τὴ σκέφτεσαι δίχως διακοπή.  Ἔτσι μόνο θ’ ἀναγκαστεῖ νὰ συλλογιστεῖ κι αὐτὴ ἐσένα.

Μονάχα ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τελειώσει αὐτὸ ποὺ ἀρχίζει ὁ ἔρωτας.

Ὁ ἀληθινὸς ἔρωτας πέφτει στὴν ἀπελπισία ἤ μεθᾶ γιὰ ἕνα χαμένο γάντι, γιὰ ἕνα μαντήλι ποὺ βρέθηκε. Ὅμως ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα γιὰ τὴν ἀφοσίωση καὶ τὶς ἐλπίδες του. Γιατὶ εἶναι φτιαγμένος ἀπὸ τὸ ἄπειρα μεγάλο καὶ ἀπὸ τὸ ἄπειρα μικρό.

Εἶσαι πέτρα; Νὰ γίνεις μαγνήτης. Εἶσαι φυτό; Γίνε «μὴ-μοῦ-ἅπου». Εἶσαι ἀνθρωπος; Γίνε ἔρωτας.

Ὁ ἔρωτας δὲν ἰκανοποιεῖται μὲ τίποτα. Ἔχει τὴν εὐτυχία, ζητᾶ τὸν παράδεισο. Ἔχει τὸν παράδεισο, ζητᾶ τὰ οὐράνια.
Ὦ εσεῖς οἱ ἐρωτευμένοι. Στὸν ἔρωτα ὑπάρχουν ὅλα. Μάθετε νὰ τὰ βρίσκετε. Κλείνει μέσα του τὴν οὐράνια θεωρία ὁ ἔρωτας. Καὶ εἶναι πιὸ μεγάλη ἀπ’ τὸν οὐρανὸ ἡ ἡδονὴ του.

-Πάει ἀκόμα στὸ Λουξεμβοῦργο;                                    
-Ὄχι, κύριε.
-Μήπως ἀκούει τὴ λειτουργία σ’ αὐτὴ τὴν ἐκκλησία;
-Δὲν τὴ βλέπουμε πιά.
-Κάθεται σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι ἀκόμα;
-Ἔφυγε γι’ ἀλλού.
-Καὶ ποῦ μένει λοιπόν;
Καμία ἀπάντηση.
Τὶ σκοτάδι νὰ μὴν ξέρεις ποῦ εἶναι ἡ ψυχὴ σου!

Παιδιαρίζει μόνο ὁ ἔρωτας. Τ’ ἄλλα πάθη ἔχουν μικρότητες. Ντροπὴ στὰ πάθη ποὺ εὐτελίζουν τὸν ἄνθρωπο! Τιμὴ σ’ ὅσα τὸν κάνουν παιδί!

Περίεργο πράμα! Ἀκούστηκε ποτὲ κάτι τέτοιο; Βρίσκομαι στὸ σκοτάδι. Ἔφυγε κάποιο πλάσμα καὶ πῆρε μαζὶ του τὸν οὐρανό.

Τὰ πουλιὰ κελαηδοῦν χαρούμενα, γιατὶ ἔχουν τὴ φωλιὰ τους.

Οὐράνια πνοὴ τῆς παραδείσιας αὔρας εἶναι ὁ ἔρωτας.

Αἰσθαντικὲς καρδιές, σοφὰ πνεύματα, πάρτε ὴ ζωὴ ὅπως τὴν ἔφτιαξε ὁ Θεός. Εἶναι μεγάλη δοκιμασία, προετοιμασία ἀνεξήγητη γιὰ μιὰ ἄγνωστη μοίρα. Ἡ ἀληθινὴ αὐτὴ μοίρα ἀρχίζει γιὰ τὸν ἄνθρωπο μόλις μπεῖ στὸν τάφο. Τότε μόνο τοῦ παρουσιάζεται κάτι. Καὶ βλέπει ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ ὁριστικό. Τὸ ὁριστικὸ εῖπα. Σκεφτεῖτε αὐτὴ τὴ λέξη καλά. Οἱ ζωντανοὶ βλέπουν τὸ ἄπειρο. Μὰ τὸ ὁριστικὸ μόνο οἱ νεκροὶ τὸ βλέπουν. Στὸ μεταξὺ ἀγαπᾶτε καὶ πάσχετε, ἐλπίζετε καὶ σκέφτεστε. Ἀλίμονο σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἀγάπησε μόνο κορμιά, μορφές, φαινόμενα! Ὅλα θὰ τοῦ τὰ ἀφαιρέσει ὁ θάνατος. Ὅσοι ἀγάπησαν ψυχές, θὰ τὶς ξαναβροῦν.

Ἔτυχε ν’ ἀνταμώσω στὸ δρόμο κάποιον ἐρωτευμένο νέο πολὺ φτωχό. Φοροῦσε παλιὸ καπέλο, τριμμένα ῥοῦχα. Οἱ  ἀγκῶνες του ἦταν τρύπιοι. Τὸ νερὸ διαπερνοῦσε τὰ παπούτσια του, τὴν ψυχὴ του τ’ ἀστέρια...

Μεγάλο πράμα ν’ ἀγαπιέσαι! Μὰ πιὸ μεγάλο ν’ ἀγαπᾶς. Τὴν καρδιὰ τὴν κάνει ἠρωικὴ τὸ μεγάλο πάθος. Εἶναι πλασμένη μόνο ἀπὸ καθαρὴ οὐσία καὶ στηρίζεται, ἀποκλειστικά, στὸ ὑψηλὸ καὶ στὸ μεγάλο. Σκέψη ἀνάξια δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ φυτρώσει ἐκεῖ, ὅπως καὶ τσουκνίδα στοὺς πάγους. Ἡ ψυχή, μὲ τὸ ὕψος καὶ τὴ γαλήνη της, μακριὰ ἀπὸ συνηθισμένα πάθη καὶ φτηνὲς συγκινήσεις, κατοικεῖ στὰ αἰθέρια πάνω καὶ νιώθει μόνο τοὺς βαθιοὺς καὶ ὑποχθόνιους κλονισμοὺς τῆς μοίρας, καθῶς οἱ κορφὲς τῶν βουνῶν νιώθουν τοὺς σεισμοὺς τῆς γῆς.

Ἄν δὲν ἀγαποῦσε κανένας στὸν κόσμο, θὰ ’σβηνε ὁ ἥλιος. 

 

 

(Victor Hugo, "Οἱ Ἄθλιοι")

Δημοσκόπηση

Σᾶς ἔρεσε αὐτὴ ἡ δημοσίευση;

Ναὶ (5)

56%

Ὄχι (4)

44%

Σύνολο ψήφων: 9