Odd03

Στὴν Magic Poporon Girl.

Ὁ Μεγαλύτερος Ψεύτης

Ἄρχισε νὰ κάνει κρύο. Τόσο κρύο. Καὶ παρόλο ποὺ ὁ Σεργκέι εἶχει ζήσει ἕνα χρόνο στὴ Σηβηρία καὶ εἶχε τὸ Οὐσάνκα καί τὰ παλιά, στολισμένα μὲ γοῦνα παλτά του ἀπό τὴν ὥρα ποὺ διορίστηκε εκεῖ, τὸ διαπεραστικὸ ψύχος τῆς ἑποχῆς τοῦ προκαλοῦσε ἀκόμα δυσάρεστες ἡμικρανίες.
Οἱ μέρες εἶχαν μικρύνει. Λίγες μέρες πρίν, ἄκουσε τὸν Ντόρτλιχ νὰ διαβάζει δυνατά τὸ ἡμερολόγιο:
- Ἀνατολή: 06:53, Δύση: 17:23... Σχεδὸν 10 ὧρες καὶ 10 λεπτὰ μέρα...
Ὁ Σεργκέι ἤξερε ὅτι μιλοῦσε ἀρκετὰ δυνατὰ ὥστε νὰ ἀνακουφιστεῖ στὸ ἄκουσμα μιᾶς μικρότερης ἐργάσιμης μέρας.
Ἐν πάσει περιπτώσει, εἶχε περάσει σχεδὸν ἕνας χρόνος ἀπὸ τότε πού τὸν εἶχε προσλάβει ἡ Λίλι ὡς σωματοφύλακα. Ἡ Ἐμιλι. Ἕνα γοητευτικὸ πλάσμα, ἕνα ἔξυπνο, νέο πράγμα. Κι ὅμως –παρόλο πού τὰ καθήκοντά του ὡς σωματοφύλακα τὸ ἀπαιτοῦσαν– δὲ θὰ ἔδινε ποτέ τὴ ζωή του γιὰ νά τὴν προστατεύσει. Ὁ μεγαλύτερος ψεύτης.  
Ἡ σχέση τους εἶναι εὐχάριστη, ἴσως καὶ ὑπερβολικὰ εὐχάριστη. Ἐγκάρδια, ὅπως λέει καὶ ἡ Σόνια. Γλυκιά. Τῆς ἀρέσει ἔτσι.
Μερικὲς φορὲς ξαπλώνει ἀνάσκελα καὶ ὑποδέχεται τὰ χείλη του ποὺ χαϊδεύουν τὸ στομάχι της. Στριφογυρίζει ἀπό τὴ μια στὴν ἄλλη καὶ χαχανίζει σὰν μικρὸ παιδὶ καί, μέ τὰ χέρια της προσπαθεῖ νὰ ἀποτραβήξει τὸ πρόσωπό του. Μετά ξαφνικὰ χώνεται κάτω ἀπό τὰ σαντόνια καί τοῦ στήνει ἐνέδρα. Καὶ γελάει... Γελάει... γελάει...
Καὶ ἐκεῖνος προσποιεῖται ὅτι δὲν τὸν νοιάζουν πιά τὰ παιχνίδια της. Ξαπλώνει δίπλα της καὶ κάνει ὅτι κοιμᾶται. Καὶ μετά, τὸ πρόσωπό της ξεπετάγεται μέσα ἀπ’ τὰ σεντόνια καὶ τὸ χέρι της χαϊδεύει τὸ πρόσωπό του, κατεβαίνοντας ἀπό τὸ μέτωπο στὰ μάγουλα, τὸ πιγούνι... Καί τὴν ἑπόμενη στιγμή, τὴν τραβᾶ μαλακὰ ἀπό τὸ χέρι ἔξω ἀπό τὰ σκεπάσματα καὶ ἐκείνη ἀπαιτεῖ νἀ τὴν ἀφήσει κάτω ἀμέσως. Τὸ κάνει, καὶ ὕστερα αὐτὴ φωλιάζει στὸ στῆθος του.
Ποῦ ἐξαφανίζεσαι ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες;
Τὰ γαντοφορεμένα του δάχτυλα χτένισαν τὸν καταράχτη τῶν ἡλιόλουστων μαλλιῶν της.
–«Ὑπέθεσα ὅτι θὰ ἤξερες, ἀφοῦ εἶσαι σωματιφύλακάς μου.»
Ῥωτάω ἁπλὰ ἐκ μέρους τοῦ πατέρα σου.
–«Ὄχι. Μή μοῦ λὲς ψέματα.»
Τὶ ἐννοεῖς;  
Ὁ Σεργκέι συνοφρυώνεται.
–«Ξέρεις. Ἁπλὰ ζηλεύεις, ἔτσι δὲν εἶναι, Σεριόζα;
Δυστυχῶς γιὰ ‘κεῖνον, ἡ Λίλι εἶχε δίκιο. Ὁ μεγαλύτερος ψεύτης.
Δὲν θὰ μοῦ πεῖς;
Τὰ τρομακτικὰ ἄχρωμα, παγερὰ μπλὲ μάτια του ἐκλιπαροῦσαν τὰ δικά της, στὸ χρῶμα τῆς λεβάντας.
–«Ἁπλὰ πάω γιὰ προπάνηση. Ξέρεις, γιὰ νὰ διατηροῦμαι σὲ φόρμα.»
Λὲς ψέματα.
Εἶσαι ὁ μεγαλύτερος ψεύτης.
Τὸ ἄθικτο παρουσιαστικό τοῦ Σεργκέι δὲν λυγίζει οὔτε στὸ ἐλάχιστο. Σχεδὸν σέρνει τὴ Λίλι ἀπὸ πάνω του, μὲ λύπη καθῶς νιώθει νὰ τοῦ λείπει τὸ παρήγορο βάρος της. Ἐκείνη ἐφήνει νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ ῥόδινα χείλη της ἕνα ξαφνιασμένο καὶ σχεδὸν θυμωμένο κλάμα.
–«Φέρεσαι τόσο περίεργα σήμερα! Ἀρνεῖσαι συνεχῶς νά μοῦ δώσεις κάτι παραπάνω ἀπὸ γρυλίσματα, μουγκρητὰ καὶ κατσουφιάσματα καὶ ξαφνικὰ εἶσαι... ἔτσι! Γιατὶ ὅλο αὐτό; Ξέρεις, δὲν ἀλλάζω γνώμη... Δὲν μ’ ἀγαπᾶς;»
Τὸ χέρι της σερνόταν στὸ στῆθος του, σχεδὸν καίγοντάς τον, καθῶς ἐκείνη ἦρθε ξανὰ κοντά του τρίβοντας τὸ πρόσωπό της στὸ λαιμό του καὶ φιλῶντας τον ἁπαλὰ καὶ στοργικά.
Ὁ Σεργκέι, σχεδὸν ἀπεγνωσμένος, ἔχωσε τὸ πρόσωπό του στὰ μυρωδάτα της μαλλιά, μά τὰ χέρια του παρέμειναν στὰ πλευρά του.
Ἔχω κουραστεῖ. Ἔχω κουραστεῖ. Κρυώνω. Τόσο. Πολύ. Κρύβομαι. Δὲν θά μὲ βροῦν. Δὲν θά μὲ ἀλλάξουν. Τὰ χείλη, τὰ χέρια. Τὰ μάτια, τὰ δάκρυα... Μὲ κηνυγοῦν...
–«Τὶ τῶρα, μή μοῦ πεῖς ὅτι τὸ σκοτεινό σου παρελθόν... ἦταν τότε τόσο ζοφερὰ γιὰ να εἶσαι τριγύρω μου;»
Βασικὰ δέν μὲ θυμᾶσαι κὰν τότε, ἔτσι δὲν εἶναι;
–«Ἤμουν ἕνα ἄγριο κορίτσι... Ἤμουν πάντα περιτριγυρισμένη ἀπὸ ἀνθρώπους, δὲν μπορῶ νὰ θυμᾶμαι τὸν καθένα...
Ἡ Λίλι θὰ μποροῦσε νὰ συνεχίσει, ἀλλὰ ὁ Σεργκέι ἔβαλε τὸ δάχτυλό του στὰ χείλη της, κάνοντάς την νὰ σωπάσει ἀμέσως.
Ἀναρωτιέμαι πόσων χρονῶν ἤμουν τότε. Ἡ ἰδανικὴ σου ἔξοδος ἦταν στὴν παιδικὴ χαρά, ἔτσι δὲν εἶναι;
–«Ναί, ἀλλά πῶς –;
Ἐρχόμουν κάθε μέρα νά σὲ παρακολουθήσω. Μήν μὲ παρεξηγεῖς. Ἁπλὰ ὑπάρχει μόνο ἕνας ἄνθρωπος στὸν κόσμο ποὺ προσέχεις καὶ οἱ ὑπόλοιποι σὲ τιμωροῦν γι’ αὐτό...
–«Γιὰ δὲς Λίλι! Νά τος πάλι!»
–«Εἶναι πάντα ἐδῶ τριγύρω...»

–«Ξέρεις, εἶναι ἐρωτευμένος μαζί σου Ἔμιλι, γιατὶ δὲν πᾶς λοιπὸν νὰ παίξεις μαζί του;»
–«Κόφ’ το, βλάκα!»
Ὁ Σεργκέι εἶδε ὅτι ἡ Λίλι γύρισε πάνω ἀπό τὸν ὤμο της γιὰ νὰ ῥίξει ἕνα βλέμμα στὴν ψηλὴ σιλουέτα τοῦ άγοριοῦ ποὺ στεκόταν πίσω ἀπό τὰ φρεσκοβαμμένα κιγκλιδώματα τῆς παιδικῆς χαρᾶς. Ἦταν ἐκεῖνος. Ἐκείνη χαχάνισε. Καὶ ἐκείνη ἀκριβῶς τὴ στιγμή, ἕνα κοριτσίκι μὲ παραλληλόγραμμα γυαλιὰ μὲ χοντρὸ σκελετὸ πλησίασε...
–«Εἶσαι μόνος;»
Ὁ Σεργκέι περιεργάστηκε τὴ μικροσκοπικὴ σιλουέτα τοῦ κοριτσιοῦ πού τὸν κοίταζε μέ τὰ ἐπιπόλαια μάτια της, κατάμαυρα ὅσο καί τὰ λεπτά, ἁπαλὰ μαλλιά της, ποὺ ἦταν ἐξίσου λαμπερά, πυκνὰ καὶ ἀδύναμα καὶ ὁ Σεργκέι μποροῦσε νὰ δεῖ τὴν παντελὴ ἔλλειψη ὁποιασδήποτε βαφῆς. Οἱ πτυχώσεις τῶν βλεφάρων της ἦταν ἀσυνήθιστες, τὸ πρόσωπο ὁτιδήποτε πέρα ἀπὸ πλατύ, μέ τὰ ζυγωματικὰ της νὰ ἐξέχουν χαρακτηριστικά, τὶς σιαγόνες νὰ συγκλίνουν ἀπότομα πρός τὸ πιγούνι, ποὺ ἦταν μικρό, μυτερό, καὶ ἐλαφρῶς πρός τὰ πίσω. Ἡ μύτη της μικρὴ καὶ παιδική, μὲ μια ἴσια, κοίλη ῥάχη καὶ μιὰ περίεργη, κοντόχοντρη, μυτερή, ἀνασηκωμένη ἄκρη. Οἱ στενοὶ ὦμοι καὶ γοφοί, κρυμμένοι σὲ ἕνα φόρεμα τύπου κίττυ φόυλ, μὲ ἀσορτὶ λευκὸ γιακὰ καὶ μανικέτα, καὶ σκέτο μπλέ σὲ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα μέρη του, ποὺ τελείωνε λίγο πάνω ἀπό τὰ γόνατα, συμπλήρωναν τὴν ἀμφάνιση τῆς μογγολῆς. Μιὰ κόκκινη κορδέλα τυλιγμένη γύρω ἀπό τὸ γιακὰ ἔδινε στὸ Σεργκέι τὴν ἔντύπωση ἑνὸς φιλικοῦ νεαροῦ σκύλου ποὺ περιμένει το ἀφεντικό του νὰ πιάσει τὸ λουρί του.
Καὶ αὐτὸ ἔκανε ὁ Σεργκέι.
Ἡ μογγολή τοῦ ἔδειξε τὰ μωρουδιακά της δόντια σὲ μιὰ κίνηση ποὺ ὁ Σεργκέι συμπέρανε ὅτι ἦταν ἕνα φιλικὸ χαμόγελο «θέλω νὰ γίνουμε φίλοι».
–«Σὲ παρακαλῶ, μπορεῖς νὰ παίξεις μαζί μου;»
Ὁ Σεργκέι ζύγισε τὶς πιθανότητες. Κοίταξε τὴ λευκὴ πλάτη τῆς Λίλι ποὺ φαινόταν ἀπό τὰ κορδονάκια τοῦ ἐξώπλατοῦ της. Νὰ παίξω; Τὶ νὰ παίξω; Πόσων χρονῶν εἶναι, τέλος πάντων;»
–«Εἶναι ἡ Λάπ! Ἀπὸ πότε αὐτό τὸ μέρος ἔγινε στέκι γιά τοὺς ὑποανάπτυκτους;»
–«Ε, Φρόστι! Ποῦ εἶναι τὸ ἔλκηθρο καί τὰ μαγικά σου πνεύματα;»
–«Ἔλα, πᾶμε νὰ φύγουμε, Ἔμι!»
Ἡ Λίλι καὶ οἱ φίλοι της φρόντισαν νὰ γελάσουν λίγο ξεδιάντροπα δείχνοντας μέ τὰ δάχτυλά τους τὴ μογγολή –ὁ Σεργκέι ἦταν εὐτυχὴς ποὺ βρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὸ πεδίο τους– καὶ ἔφυγαν.
–«Χμμ, δὲν καταλαβαίνουν ὅτι δὲν εἶναι τὸ ἴδιο μικορί;» ξεφύσηξε ὁ Σεργκέι, ἐκνευρισμένος περισσότερο ποὺ ἡ Λίλι εἶχε φύγει ἀπό τὸ ὀπτικό του πεδίο παρὰ γιὰ τὴ διάκριση ποὺ ἔδειξαν ἀνοιχτὰ στὸ κορίτσι δίπλα του. Μιλῶντας γιά τήν...
–«Ἔλα λοιπάν, ἄς παίξουμε. Πῶς σὲ λένε;» στράφηκε ποός τὸ μέρος της, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια νὰ μῆν ἀκουστεῖ τόσο εἰλικρινὰ ἀπογοητευμένος ποὺ ἐκείνη θὰ ἦταν ἡ γνωριμία του γιά τὸ ἀπόγευμα.
–«Μπιορκγκίλντχουρ!» αὐτό τὸ τελευταῖο τὸ κελάηδησε χαρούμενα μὲ μιὰ ἐντελῶς ἀξιαγάπητη γκριμάτσα.
Αὐτὸ προκάλεσε ἕνα περίεργο αἴσθημα στὸ Σεργκέι.
–«Ναί, τέλος πάντων, θά σὲ λέω Λάπ. Εἶμαι ὁ Σεργκέι.»
–«Κανένα πρόβλημα! Εἶμαι Λάπωνας! Ἐσύ τὶ εἶσαι, Σεργκέι;» Ἡ Λάπ τὸν κοίταξε μὲ περιέργεια. Εἶχε πολὺ ψιλὴ φωνή, σὰν ἕνα παιδί.
Λάπωνας; Ὦ ναί, εἶσαι. Εἶχε στὸ μυαλό του τὴ γενοκτονία τῶν Λαπώνων ποὺ εἶχε διαπραχθεῖ ἀπό τοὺς ὑποστηρικτές τοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Κόμματος τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους καί τοῦ Βατικανοῦ λίγα χρόνια πρίν. Ἀναρωτήθηκε ἄν ἐκείνη εἶχε διαφύγει στὴ Λιθουανία μὲ ἤ χωρὶς οἰκογένεια.
–«Εἶμαι Ῥῶσσος. Οἱ κούνιες εἶναι ἐλεύθερες τῶρα, θὰ ἤθελες νά... παίξουμε ἐκεῖ;»
Ὁ Σεργκέι θὰ προτιμοῦσε νὰ μὴν τὸ εἶχε πεῖ αὐτό τὸ τελευταῖο, ἀκούστηκε σὰν νά τὴ θεωροῦσε τόσο μικρὴ ὅσο καί τοὺς ἄλλους πρίν. Ἀλλά τὴ Λὰπ δὲ φάνηκε νά τὴν ἀπασχολεῖ καθόλου. Ἔγνεψε ἐνθουσιασμένη καὶ ἔτρεξε μὲ φούρια πρός τὶς κούνιες, μὲ ἐκεῖνον νὰ τὴν ἀκολουθεῖ μὲ τὸ δικό του ῥυθμό –ἕνα δικό του βῆμα ἦταν πέντε ἀπό τὰ ποδαράκια της, σὲ αὐτά τὰ παλιὰ ἀθλητικά ποὺ φοροῦσε–. Σκόνταψε στὸ διαχωριστικό τοῦ λάκκου μέ τὴν ἄμμο καὶ ὁ Σεργκέι σταμάτησε τὴν πτώση της μὲ μια θεαματικὴ προέκταση τοῦ χεριοῦ του. Ἔπεσε μὲ ὅλο της τὸ βάρος στὸν πήχυ του ἀλλὰ ἐκεῖνος σχεδὸν δὲν τὸ ἔνιωσε. Τὰ γυαλιὰ μέ τὸν χοντρὸ σκελετὸ γλίστρησαν ἀπό τὴ σχεδὸν ἐπίπεδη μύτη της καὶ πέταξαν λίγα μέτρα μακριὰ ἀξαιτίας τῆς δύναμης μέ τὴν ὁποία εἶχε ἀναχαιτιστεῖ ἡ βουτιά της, ἀλλὰ ὁ Σεργκέι τὰ μάζεψε καὶ αὐτὰ καί τὰ ἔσπρωξε πίσω στὸ πρόσωπό της.
–«Σ-συγγνώμη, εἶμαι πολὺ ἀδέξια...» τραύλισε ἡ Λάπ, μὲ τὸ κοκκίνισμα ὁλοφάνερο σὲ ὅλο τὸ πλάτος τῶν ζυγωματικῶν της. Ὁ Σεργκέι ἔνιωσε κάποια εὐχαρίστηση, τὴ φύση τῆς ὁποίας δὲν μποροῦσε ἀκόμα νὰ προσδιορίσει.
–«Νὰ εἶσαι πιὸ προσεκτική.» Καὶ μὲ μιὰ γρήγορη κίνηση, τη σήκωσε ἀπό τὰ πόδια της καί τὴν ἔβαλε, ὅπως ἕνα παιδὶ θὰ ἔβαζε τὴν κοῦκλα του, στὴν κούνια. Ἡ Λὰπ ἄρπαξε γερά τὶς ἀλυσίδες τῆς κούνιας καὶ ἔκλεισε σφιχτὰ τὰ μάτια της, περιμένοντας τὸ Σεργκέι νά τὴν κάνει νὰ πετάξει. Ἐκεῖνος ἔδωσε μιὰ ἐλαφριὰ σπρωξιά στὴν κούνια καὶ ἡ Λὰπ γούρλωσε τὰ μάτια της γιὰ νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό της ψηλὰ στὸν ἀέρα, ἐκστασιασμένη ἀπὸ χαρά!
–«Βλέπω τὰ σύννεφα! Μπορῶ νά τὰ ἀγγίξω!»
–«Μὴν ἀφήνεις τὴν ἀλυσίδα ἀπό τὸ χέρι σου, γαμῶτο!»
Ὁ Σεργκέι ἔπιασε τὸν ἑαυτό του νὰ φωνάζει, ἀλλὰ ἡ Λὰπ συνέχιζε νὰ γελάει, μὲ τὸ χέρι της νὰ προσπαθεῖ νᾶ ἀγγίξει τὰ σύννεφα... Κρύψτε τὶς σκιές μας. Πίσω ἀπό τὰ σύννεφα.
«Πῶς γίνεται
ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους στὸν κόσμο
μόνο ἝΝΑΣ
νὰ μὲ ὁλοκληρώνει;»

Τὶς ἑπόμενες ἡμέρες, ἡ Λὰπ κόλλησε μαζί του. Στὴν ἀρχή, ὁ Σεργκἐι ἔβρισκε εὐχάριστη τὴν ἀστεία συντροφιά της, καὶ ἐκείνη ἔφερνε πάντα ψωμὶ καὶ μέλι γιὰ νὰ φᾶνε καὶ φαινόταν ὑπερβολικὰ ἀγγελικὴ ὅταν ἡ μύτη της λερωνόταν μὲ μέλι καὶ ἐκείνη προσπαθοῦσε νά τὴ σκουπίσει μέ τὴ γλῶσσα της. Τὸ μόνο ἄσχημο ἦταν ὅτι κάθε μέρα ἡ Λὰπ ἦταν ἐκεῖ. Καὶ κάθε μέρα ποὺ ἐρχόταν, ἡ Λίλι ἔφευγε. Κάθε μέρα ὁ Σεργκέι ἔβρισκε τὸν ἑαυτό του ἀναγκασμένο νά τὴ συνοδεύσει. Ἦταν ἐξοργιστικὸ μετὰ ἀπὸ κάποιο σημεῖο. Σιγὰ σιγὰ ἄρχισε νὰ μισεῖ τὸν τρόπο ποὺ κρεμόταν ἀπὸ πάνω του...
–«Ε Λάπ, ἔλα νά σοῦ πῶ ἕνα μυστικό...»
–«Τὶ εἶναι;»
–«Ἔλα πιὸ κοντά μου...» Ὁ Σεργκέι τῆς ἔγνεψε νὰ φέρει τὸ πρόσωπό της πιὸ κοντά στὸ δικό του ἐκεῖνο τὸ ἀπόγευμα, καθῶς αὐτὴ εἶχε σχεδὸν τυλιχτεῖ γύρω του. Ἔρχισε νὰ κάνει κρύο. Τόσο κρύο. Καί τὸ ἔκανε μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ φάει ἕνα δυνατὸ χαστούκι στὴ μια του πλευρά.
–«Σὲ τρόμαξα, Λάπ;» ῥώτησε μελωδικὰ ὁ Σεργκέι τὴν ἔκπληκτη Λὰπ ποὺ κρατοῦσε τὸ μουδιασμένο ἀπό τὸ δυνατὸ χτὐπημα μάγουλό της, μὲ τὰ ἀμυγδαλωτὰ της μάτια νὰ γυαλίζουν ἀπὸ μιὰ ὑποψία δακρύων, δακρύων πόνου, σωματικοῦ.
–«Τ-τὸ αφτί μου βουίζει...»
–«Βουίζει; Τότε ἔχεις κάποιο πρόβλημα! Ἄσε με νὰ τὸ φτιάξω!» ὁ Σεργκέι τὴ χαστούκισε στὴν ἄλλη μεριά τοῦ προσώπου, πιὸ δυνατά, καὶ μετὰ ξανὰ καὶ ξανὰ καὶ ξανὰ ὥσπου τὰ δάκρυα ἔγιναν δάκρυα ὀδύνης, ψυχικῆς.
Ἄρχισε νὰ βασανίζει τὴ Λάπ, ἐλπίζοντας ὅτι θά τὸν ἄφηνε ἥσυχο. Μάταια. Κάθε μέρα, ἡ Λὰπ ἦταν ἐκεῖ.
–«Ἄς παίξουμε ὅπως παλιά, Σεργκέι. Δὲν θά μὲ χτυπήσεις σήμερα, ἔτσι δὲν εἶναι;» ἔλεγε, κολλῶντας, ἀφοσιωμένη ὅσο ποτέ, στὸ χέρι του. Κάτι σύρθηκε στὸ πίσω μέρος τοῦ μυαλοῦ τοῦ Σεργκέι, γαργαλῶντας τον ζωηρὰ καὶ ἐνοχλητικά. Τὴν τίναξε μακριά του, σχεδὸν ῥίχνοντάς την κάτω, καὶ περπάτησε πρός τὴ βρύση. Ὅπως ἀναμενόταν, ἡ Λάπ τὸν ἀκολούθησε, μέ τὰ χείλη της νὰ τρέμουν σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ συγκρατήσει τὰ ἀναφιλητά της. Τὸ γαργάλημα ἔγινε ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη, μιὰ παρόρμηση καθῶς ἔσκυψε πάνω ἀπό τὴν κάνουλα, πίνοντας τὸ κρύο νερὸ ποὺ πιτσιλοῦσε τριγύρω ὑπό τὴν πίεση τοῦ χεριοῦ του στὸ κουμπί.
–«Μπορῶ... μπορῶ νὰ πιῶ καὶ ἐγὼ λίγο νερό;» τραύλησε ἡ Λάπ.
–«Τὶ θὰ ἔλεγες νὰ πιεῖς ἀκόμα καλύτερο νερό;» ὁ Σεργκέι σήκωσε τὸ κεφάλι του μἐ δύο ῥυάκια νεροῦ νὰ τρέχουν ἀπό τὸ στόμα στὸ λαιμό του. Τὸ κρύο γαργάλημα πάνω στὸ ζεστό του δέρμα καὶ τὰ παρακλητικὰ μάτια τῆς Λάπ τὸν εὐχαριστοῦσαν ἄπειρα. Ἔγνεψε πρός τὴ λιμνοῦλα ποὺ σχηματιζόταν στὸ ἔδαφος, κοντά στὴ βρὐση.
–«Δὲν μπορῶ νὰ πιῶ αὐτό τὸ νερό...» κούνησε ἀρνητικά τὸ κεφάλι της.
–«Μὰ καὶ βέβαια μπορεῖς!» καὶ πρὶν προλάβει νᾶ ἀντιδράσει, ὁ Σεργκέι ἄρπαξε τὸ σβέρκο της καὶ κατέβασε τὸ κεφάλι της στὴ λασπερὴ λακκοῦβα. Ἡ ἐπιθυμία ἐξαπλώθηκε σὰν ἀρρώστια σὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα του καθῶς ἡ καημένη ἡ Λὰπ ἔκλαιγε, μὲ ἕνα χαμὸ ἀπὸ βρωμόνερα καὶ σκόνη νᾶ πιτσιλιέται σὲ ὅλο της τὸ πρόσωπο.
Τὰ βασανιστήρια συνεχίστηκαν. Ἀλλὰ ὅ,τι κι ἄν ἔκανε ὁ Σεργκέι, ἡ Λὰπ συνέχιζε νὰ ἔρχεται. Πρέπει νὰ τῆς εἶχε ἀποτυπώσει τὴν ἐντύπωση τοῦ πόσο καλὸς ἦταν στὴν πρώτη τους συνάντηση.
–«Ἄς παίξουμε ξιφομαχία Λάπ! Φυλάξου!»
Καὶ ὅσες φορὲς τὸ ξίφος ἔπεφτε στὸ ἀπροστάτευτο καὶ τοσοδούλικο κορμί τῆς Λάπ, τόσες φορὲς ἔνιωθε ὁ Σεργκέι αὐτό τὸ εἶδος ἀποτρόπαιης, ἔνοχης ἱκανοποίησης. Εἶχε ἀρχίσει νὰ ἀπολαμβάνει πού τὴ βασάνιζε.

Ἀλλὰ ὅλα τὰ καλά στὴ ζωὴ βρίσκουν ἕνα ξαφνικὸ τέλος. Καὶ ἐκείνη τὴ μέρα, τὰ σκληρὰ παιχνίδια τοῦ Σεργκέι θὰ ἔπαιρναν μια φρικτὴ τροπή.

–«Λάπ, αὐτὸ εἶναι ἕνα δικαστήριο.» Τὰ τρομοκρατημένα μάτια τῆς Λὰπ ἀκολούθησαν τὸ δάχτυλο τοῦ Σεργκέι ποὺ ἔδειχνε τὴν ἀνοιχτὴ αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ὁποίου ἡ πόρτα βρισκόταν μπροστά τους.
–«Αὐτὸς ἐκεῖ, εἶναι ὁ Διάβολος.»
Ἕνα σκυλόσπιτο καὶ ἕνα μεγάλο, ἀνάμικτης ῥάτσας σκυλὶ φαίνονταν καθαρά.
Τὸ ἴδιο καὶ ἡ σκουριασμένη ἀλυσίδα γύρω ἀπ’ τὸ κολάρο του.
–«Καὶ αὐτὴ εἶσαι ἐσὺ στὴ δίκη!»
Ἕνα σπρώξιμο ἀρκετὰ βίαιο γιὰ νὰ ῥίξει τὴ Λὰπ στὸ ἔδαφος τῆς αὐλῆς καὶ μια ἀρκετὰ δυνατὴ τσιρίδα της γιὰ νὰ ξυπνήσει τὸν ἐπιθετικὸ σκύλο-φύλακα ἦταν τὰ μόνα ποὺ χρειάζονταν γιὰ νὰ διασκεδάσει ὁ Σεργκέι καὶ αὐτό τὸ ἀπόγευμα. Πραγματικά δὲν εἶχε σκοπὸ νά τὸ παρακάνει, καὶ ἡ Λὰπ ἦταν ἀρκετὰ γρήγορη γιὰ νὰ ξεφύγει καὶ ἡ ἀλυσίδα δὲν ἦταν τόσο μακριὰ ποὺ νὰ ἐπιτρέψει στὸ σκύλο νά τὴν πλησιάσει. Ἀλλὰ αὐτὰ ἴσχυαν μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Σεργκέι ἀποφάσισε ὅτι ἤθελε ἀποκλειστικὰ ψυχαγωγία. Ἔκλεισε τὴν πόρτα μπροστά στὰ μοῦτρα τῆς Λὰπ καὶ ἀργὰ ἀργὰ στηρίχτηκε πάνω της.
–«Χαχαχα, τῶρα κατάλαβα! Εἶναι μιὰ φάρσα! Εἶναι πραγματικὰ πολὺ ἀστεῖο!» ἡ Λὰπ προσπάθησε νὰ χαμογελάσει στὸν Σεργκέι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τῆς αὐλῆς ἀλλὰ δάκρυα τρόμου εἶχαν ἤδη ἀρχίσει νὰ τρέχουν στὰ μάγουλά της. Ὁ Σεργκέι τῆς άνταπέδωσε ἕνα τρυφερὸ χαμόγελο. Ἀναρωτιόταν ἄν θά τὴν ἔπιανε ὑστερία καὶ θὰ ἔπεφτε στὰ γόνατα ἐκλιπαρῶντας τον νά τὴν ἀφήσει νὰ βγεῖ ἀπό τὸ «Δικαστήριο» Ἴσως νά τῆς τὸ ἐπέτρεπε ἀφοῦ πατοῦσε πάνω στὰ χέρια της μὲ τὶς μπότες του... Αὐτὸ πού τὸν ἐπανέφερε στὴν πραγματικότητα ἦταν ἡ σπαρακτικὴ κραυγή τῆς Λὰπ καί τὸ ἄγριο γάβγισμα τοῦ ἀφηνιασμένου σκύλου, μαζί μὲ τὸν ἀκόμα πιὸ ἀνησυχητικὸ κρότο τῆς ἀλυσίδας πού τὸν κρατοῦσε περιορισμένο. Ἀνοιγόκλεισε τὰ μάτια του γιὰ νὰ καθαρίσει τὴν ὅρασή του ποὺ εἶχε προσωρινὰ θολώσει άπό τὴν ἔντονη ἑστίασή του στὴν πόρτα. Καὶ ἐκεῖ εἶδε τὴν ὀγκώδη φιγούρα τοῦ ζώου καί τὸ μικροκαμωμένο κορίτσι νὰ δέχεται ἐπίθεση. Ὁ Σεργκέι, σίγουρος ὅτι ἔπιασε ἕναν ἀνατριχιαστικὸ ἦχο ἀπὸ σαγόνια ποὺ συνέτριβαν κόκαλα, ἔνιωσε τὰ πόδια του νὰ καρφώνονται στὸ ἔδαφος βλέποντας τὸ σκυλὶ νὰ βυθίζει τὰ τραχιά του δόντια στὸ πλευρά της καὶ ἀκούγοντας ἕνα βογκητὸ πόνου τόσο ξέφρενο πού τὸν ἔκανε νὰ κλείσει τὰ ἀφτιά του.
Θὰ μποροῦσε ἁπλὰ νᾶ ἀνοίξει τὴν πόρτα, νὰ τρέξει στὸ πλευρὸ τῆς Λὰπ καὶ νά τὴν ἐλευθερώσει ἀπό τὰ δόντια τοῦ τέρατος –θὰ μποροῖσε νά τοῦ ξεσκίσει τὸ στόμα μὲ γυμνὰ χέρια– ἀλλὰ ἀντὶ γι’ αὐτό, ἔκατσε ἐκεῖ ζαλισμένος ἀπὸ φρίκη καὶ δέος σὰν θεατὴς ἑνὸς ἀνθρωποφάγου λιονταριοῦ καὶ ἑνὸς σκλάβου ῥιγμένου στὴν ἀρένα.
–«Ἔι! Ἔι, ἐσύ! Τὶ συμβαίνει ἐκεῖ πέρα;» Ὁ Σεργκέι δυσκολευόταν νὰ ξεκολλήσει τᾶ μάτια του ἀπό τὸ θέαμα –τῶρα ἡ Λὰπ μπουσουλοῦσε πρός τὴν πόρτα μὲ ὅλο της τὸ πρόσωπο γδαρμένο βάναυσα καί τὸ σκυλὶ τραβοῦσε τὸ πόδι της – ἀλλὰ πρὶν προλάβει νά τὸ κάνει, τὸν ἔσπρωξε στὸ πλάι ἕνα ξανθὸ ἀγόρι μὲ σκοῦρα ῥοῦχα ποὺ κοπάνησε τὴν πόρτα γιὰ νά τὴν ἀνοίξει καὶ ἔτρεξε στὸ πλευρό τῆς Λάπ. Ὁ Σεργκέι γύρισε, σχεδὸν τριποδίζοντας, σηκώθηκε βάζοντας μέ τὰ χέρια του ἀντίσταση στὸ πεζοδρόμιο καὶ ἔτρεξε χωρὶς νὰ κοιτάξει πίσω. Τὰ γρυλίσματα καί τὰ γαβγίσματα μαζὶ μέ τὰ κλάματα τῆς Λὰπ ποὺ ἔσπρωξε στὸ ἀπάνθρωπο παιχνίδι του γιά τὴ δική του βάρβαρη διασκέδαση συνέχισαν νὰ ἀντηχοῦν στ’ ἀφτιά του ἀκόμα κι ὅταν ξάπλωσε στὸ κραβάτι του ἐκείνη τὴ νύχτα...

–«Καί; Τὶ τῆς συνέβη;»
Εἰλικρινά, δὲν ξέρω. Νομίζω ὅτι χτύπησε λίγο ἄσχημα...
Στὴν πραγματικότητα, ὁ Σεργκέι ἤξερε. Ἡ Λὰπ δὲν εἶχε ἁπλῶς «χτυπήσει ἄσχημα», εἶχε τραυματιστεῖ σοβαρά. Ἡ ἐπίθεση τοῦ σκύλου εἶχε καταστρέψει σχεδὸν ὁλόκληρο τὸ πρόσωπό της, συμπεριλαμβανομένων τῶν ματιῶν.
Ἡ Λὰπ εἶχε σίγὰ σιγὰ τυφλωθεῖ
Ὁ μεγαλύτερος ψεύτης.
–«Εἶσαι πραγματικὰ χαζὸς ἄν νομίζεις ὅτι αὐτὸ εἶναι τόσο ἀπαίσιο... ἐκείνη ἦταν ἁπλῶς ἠλίθια... ἦταν μόνο μερικὰ παιδικὰ χτυπήματα στὸ δρόμο... ποῦ βρίσκεται τῶρα;»
Μερικὲς μέρες ἀργότερα ἄκουσα ὅτι μετακόμισε...

Λάπ. Ποτὲ δὲ μετακόμισες. Ποτὲ δὲ θὰ μετακομίσεις. Καὶ ἐμένα δὲ θά μὲ βροῦν. Δὲ θά μέ ἀλλάξουν. Δὲν μποροῦν νὰ πιάσουν τὸ μεγαλύτερο ψεύτη μέ τὰ χέρια τους. Ὄχι μὲ γυμνὰ χέρια, τουλάχιστον.

Χτύπησε χαϊδευτικά τὸ κεφάλι τῆς Λίλι.
Βρωμοψεύτη.

*

Μερικὲς φορὲς γυρίζω πίσω καῖ θυμᾶμαι τὸν παλιό φίλο μου, τὸν Νομπούγια. Ἦταν ἕνα ἄγριο ἀγόρι. Ἔμεινε ἔτσι σὲ ὅλη του τὴν ἐνήλικη ζωή. Ἡ δική μου ἐνηλικίωση ἦρθε ἀπό τὰ πόδια μου, τὸ ἤξερες; Τὸ ἤξερες;
Ἦταν ὁ καιρὸς ποὺ συνειδητοποίησες ὅτι ὁ κόσμος σοῦ λέει ψέματα σχεδὸν γιά τὰ πάντα.
Ἡ μητέρα πλέκει τὰ μαλλιά της τὸ βράδυ ἀλλἀ τὸ πρωί ἔχουν χαλάσει.
ΨΕΥΤΗ.
Ὁ πατέρας σοῦ δίνει σοκολάτες ἀλλά τὴν ἑπόμενη μέρα ἔχουν χάσει τὸ σχῆμα τους.
ΨΕΥΤΗ.
Ὁ Νομπούγια τὸ ἤξερε.
Καὶ παρόλα αὐτὰ ἔκλαιγε.
Ἕνα μόνο χρόνο πρὶν σκοτώσει τοὺς γονεῖς του, κάποια μέρα καθόταν στὸ πάτωμα ἀπὸ τατάμι στὸ δωμάτιό του στὸ σπίτι τῆς θείας του, ὅπου συνήθιζε νὰ περνᾶ τὶς διακοπές του. Μὲ εἶχαν προσκαλέσει ἐκείνη τὴ χρονιὰ μαζὶ μέ τὸ μικρότερο ἀδερφό μου, Σινίτσιρο. 
Ἐγὼ καὶ ὁ Νομπούγια καθόμασταν ἀμίλητοι γιὰ ὧρες, προσπαθῶντας νὰ ξεχωρίσουμε τὸ σχῆμα τοῦ Κάστρου τῆς Ὀσάνκα ἀπὸ μακριά, μέσα ἀπό τὰ παράθυρα, μέσα ἀπό τὴν βαριὰ ἀπό τὶς σειρῆνες τοῦ λιμανιοῦ καὶ τὸ ἄρωμα τῆς θάλασσας νύχτα.
Ξαφνικά, χτύπησε τὸ τηλέφωνο.
Σηκώθηκε γιὰ νὰ ἀπαντήσει.
Ἐγὼ ἔμεινα στὴ θέση μου καὶ περίμενα.
Ὅταν ἐπέστρεψε, τὰ μάτια του ἦταν δυο ζεστές, ὑγρὲς θάλασσες, ποὺ θυμίζουν πολὺ ἀπό τὸ αἴσθημα ποὺ ἔφερε ἐκείνη ἡ νύχτα.
«Ξέρεις, Χοίτσι, ὁ Σούντα πέθανε.»
«Ὁ Σούντα; Ὁ Σούντα Τακούζου;»
Ὁ Σούντα Τακούζου ἤ «Ντεντάκου», ὅπως τὸν φωνάζαμε, ἦταν ἕνα ἀγόρι ἀπό τὴν τάξη μας. Κυκλοφοροῦσε κουβαλῶντας τὸ κομπιουτεράκι του στὸ χέρι καὶ συνεχῶς ἔσπρωχνε τὰ μεγάλα, στρογγυλὰ γυαλιά του πάνω στὸ γεμάτο φακίδες πρόσωπό του μέ τὰ μακριά, ἀραχνένια του δάκτυλα. Ἦταν χλωμὸς σὰν σάβανο καί τὰ χείλη του ἔλαμπαν σὲ ἕνα περίεργο κόκκινο. Τὸ παιδί ἦταν ἄρρωστο. Τὸ ξέραμε ὅλοι. Κοιμάταν ἀκόμα καί στὴν τάξη.
«Δάσκαλε, ξυπνῆστε τον.» ζητοῦσε ὁ Ταμίγια κάθε λίγο καὶ λιγάκι –καὶ μερικὲς φορὲς τόσο συχνὰ ποὺ θὰ ἐλεγες ὅτι τοῦ εἶχε γίνει συνήθεια.–.
«Ποιό τὸ νόημα; Ἀφοῦ θὰ πεθάνει ἔτσι κι ἀλλιῶς.»
Καὶ ὁ δάσκαλος τὸ ἀπέρριπτε κάθε φορά, ἀφήνοντας τὸν ἄρρωστο Σούντα νὰ κοιμᾶται, μέ τὸ κφάλι στὸ θρανίο καί τὰ χέρια του νὰ κρέμονται στὰ πλευρά του σὰν ξερὰ κλαδιὰ ἑνὸς κάποτε ζωντανοῦ δέντρου.
Ἐγὼ δὲν μποροῦσα νὰ στεναχωρηθῶ μέ τὴν πληροφορία ὅτι πέθανε, ἀφοῦ εἶχα, καιρὸ πρίν, ἀποβάλει τὰ συναισθήματα ὡς ἄχρηστα γιά τὴ ζωή μου.
Ἄκουσα λοιπόν τὸν Νομπούγια μέσα ἀπὸ τὰ δάκρυά του:

«Ναί... ναί... καὶ εἶμαι τόσο λυπημένος... γιατί τὸν ἀγαποῦσα τόσο πολύ. Ξέρεις γιατί; Γιατί μὲ ἄφηνε νά τὸν βασανίζω. Ἄν δὲν τὸ εἶχε κάνει, δὲν θὰ εἶχα μπεῖ στὴ συμμορία Σουμπαροὺ καὶ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ καβαλάω αὐτή τὴν ὡραία μηχανή... Καί... καὶ τὸν βασάνιζα ποῦ καὶ ποῦ παρόλο ποὺ ἤξερα ὅτι πέθαινε.»
Νομίζω ὅτι πραγματικὰ ξεκίνησα νὰ καταννοῶ τὴν ἔννοια τῆς «ἀγάπης» ἐκείνη τὴ στιγμή. Ὅταν συνέλαβαν τὸν Νομπούγια, ἕνα χρόνο μετά, στὶς 29 Νοεμβρίου, στὴν τσέπη του εἶχε ἕνα μικρὸ σημείωμα.
Ἔγραφε:
«Σούντα, σὲ παρακαλῶ, δές τὸ τελευταῖο μου ταξίδι»

Ῥώτησα τὸν Σούντα ἄν ἦταν χαρούμενος ὅταν πέθανε.
Καὶ ἦταν.
ΨΕΥΤΗ.