Odd05

“Ντασβιντάνια”[1]

Οἱ γυμναστικὲς ἐπιδείξειςτῆς τάξης φέτος εἶχαν πολὺ ἰδιαίτερο νόημα γιὰ ὅλα τὰ παιδιά τῆς ἕκτης. Ντυμένα μὲ μικρούλικες στολὲς Σοβιετικῶν ἀξιωματικῶν, ἔδωσαν, ἕνα συγκινητικὸ φινάλε στὴν αὐλή τοῦ πετρόχτιστου, πολυαγαπημένου τους Γυμνασίου, ἀποχαιρετῶντας τὴν παιδική τους ἡλικία μὲ κωλοτοῦμπες καὶ λογιῶν λογιῶν ἀκροβατικά, πιρουέτες, τινάγματα τῶν χεριῶν, μὲ κατακόκκινες κορδέλες ποὺ φουφούλιζαν στὸν ἀέρα καὶ κορίτσια ποὺ λικνίζονταν καῖ κουνοῦσαν τὴ μέση τους μέσα σὲ στεφάνια χούλα-χούπ. Ἀργότερα, μὲ δάκρυα στὰ μάτια, θὰ ἔδιναν ὅλοι τὸν ἱερὸ ὅρκο νὰ μὴν ξεχάσουν ποτὲ ποτὲ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ μὴν ξεχάσουν ποτὲ ποτέ τὸ σχολεῖο τους, τοὺς δασκάλους τους καί τὴ διευθύντριά τους, ποὺ πάντα, τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, ἔδειχνε τὴ Σόνια σὰν παράδειγμα σωστῆς, νεαρῆς παρθένας καὶ τραβοῦσε μὰ δύναμη τὶς πλεξοῦδες της πρός τὰ πίσω λέγοντας «Ἔτσι πρέπει νὰ κάνουν τὰ μαλλιά τους ὅλα τὰ κορίτσια!» Καὶ παρόλο ποὺ ἡ Σόνια ἔνιωθε τὸ μέτωπό της ἔτοιμο νὰ σκιστεί ἀπό τὸ τράβηγμα, ἦταν περήφανη ποὺ ἦταν τὸ παράδειγμα πρὸς μίμηση.
Ἡ Σόνια ἔδινε τὸν ἀριθμό της στὴν Ἰουστίνα ὅταν τὶς πλησίασε ὁ Ἴβαν. Ἡ Ἰουστίνα τῆς ἔκλεισε τὸ μάτι καὶ ἔτρεξε πρός τὰ ἐκεῖ ὅπου εἶχαν μαζευτεῖ τὰ ὑπόλοιπα κορίτσια, ἀφήνοντας τοὺς δυό τους μόνους. Ἡ Σόνια τοῦ χάρισε τὸ πιὸ καραμελένιο της χαμόγελο καὶ ἐκεῖνος, ἔχοντας πάρει τὸ κουράγιο ποὺ χρειαζόταν ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ τόσο ἀκριβὸ καὶ βαραβευμένο χαμόγελο, τῆς ἔδωσε ἕνα δυνατὸ φιλί στὸ μάγουλο ποὺ σχεδόν τὴν ἔκανε νὰ χάσει τὴν ἰσορροπία της! Προτοὺ νὰ βρεῖ τὸ χρόνο νὰ παραπονεθεῖ, ὁ Ἴβαν Μπραγκίνσκι, ὁ καλύτερος μαθητὴς καί τὸ πιὸ ὄμορφο ἀγόρι τοῦ σχολείου, βύθισε τὰ μπλὲ ὅπως τὸ δαμάσκηνο μάτια του στὰ δικά της λουλακὶ καὶ εἶπε:
«Ντασβιντάνια, Σοφία! Δὲ θά σὲ ξεχάσω ποτέ!»
Ἐκείνη ἔσφιξε τὸ πλατύ του χέρι στὸ δικό της καὶ ψιθύρισε:
«Οὔτε κι ἐγώ! Σοῦ εὔχομαι νὰ γίνεις ἕνας σπουδαῖος Πόλκοβνικ[2] μιὰ μέρα καὶ νὰ γνωρίσεις ἕνα κορίτσι ἀντάξιό σου!»
«Ἴσως... ἴσως ἐμεῖς... συναντηθοῦμε ξανά, ἔτσι δὲν εἶναι, Σοφία;»
«Ναί, Βανιούσκα!»

Ἔτρεξε πρὸς τὴν πόρτα. Εἶδε τὸν Ντόρτλιχ νὰ πλησιάζει ἀπὸ μακριά, μέ τὴ στολή τοῦ ἀξιωματικοῦ νά τὸν κάνει ἀρκετὰ εὐδιάκριτο. Ἦταν ἐπείσης ἡ τελευταία τοῦ μέρα ὡς τακτικὸς ἀξιωματικὸς στὴ Σοβιετικὴ Συνοριακὴ Ἀστυνομία. Ἀπὸ αὔριο, θὰ ἦταν ὁ Ὑπολοχαγὸς Ντόρτλιχ τῆς Σοβιετικῆς Συνοριακῆς Φρουρᾶς. Καὶ θὰ φοροῦσε τὴ σκούρη γαλαζοπράσινη στολή συνέχεια, ὅπως εἶχε κάνει στὰ γενέθλιά της. Ἔπιασε τὰ χέρι της καὶ ξεκίνησαν νὰ περπατοῦν πρός τὸ σπίτι, ἀμίλητοι... Ἦταν ὅπως τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Ντόρτλιχ εἶχε πάρει αὐτὴν καί τὰ ἀδέρφια της ἀπό τὸ Λαϊκὸ Ὀρφανοτροφεῖο.

Ἐκείνη ἦταν ἀσφαλὴς μέσα στὴν ἀγκαλιά τῆς ἀδελφῆς, τῆς Χαριτίνης, καὶ παρακολουθοῦσε δύο κύκνους ποὺ πλησίαζαν δισχίζοντας τὴν τάφρο. Ἦταν ἕνα ζευγάρι μαύρων κύκνων. Τὰ δυὸ μικρά τους τοὺς συνόδευαν, χνουδωτὰ ἀκόμη, τὸ ἕνα καβαλῶντας τὴ ῥάχη τῆς μητέρας του, τὸ ἄλλο κολυμπῶντας πίσω τους. Τρία μεγαλύτερα ἀγόρια στὸ μῶλο ἀπὸ πάνω τους παραμέριζαν ἕνα θάμνο γιὰ νὰ παρακολουθήσουν καὶ αὐτοί τὸ θέαμα τῶν κύκνων. Ἡ Χαριτίνη πέταξε κομμάτια κόρας ψωμιοῦ στὰ μαῦρα νερά καί, στὴν ἐπιφάνειά τους, ἡ ἀντανάκλαση τῶν συννέφων ποὺ κινοῦνταν πίσω ἀπό τοὺς πύργους μέ τὶς πολεμῆστρες τοῦ κάστρου Ζαλγίρης, τρεμούλιασε. Ὁ ἀρσενικὸς κύκνος ἀνέβηκε στὴν ὄχθη γιὰ νὰ ἀναμετρηθεῖ μέ τὸν ἀδερφό τους, τὸ Σεργκέι, ποὺ φοροῦσε πάνω ἀπό τὴ στολή τοῦ ὀρφανοτροφείου τὸ μπλουζάκι τῆς τιμωρίας, ποὺ ἔγραφε τὶς λέξεις «ΟΧΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ». Τοῦ εἶχε πράγματι άπαγορευτεῖ νὰ παίξει στὸ μὰτς ποδοσφαίρου τῶν όρφανῶν ἔξω ἀπό τὰ τείχη τοῦ ὀρφανοτροφείου, ἀλλὰ δὲ θά τοῦ ἔλειπε. Ἀκόμα καὶ ἡ μικρὴ Σόνια καταλάβαινε ὅτι εἶχε μάλλον ἀνακουφιστεῖ.
Σήκωσε τὰ χέρια του καί τὰ κούνησε μὲ μεγάλες κινήσεις, σὰν νὰ ἦταν φτερά, καὶ ὁ κύκνος, ἀπογοητευμένος, γύρισε στὸ νερό. Ἡ Χαριτίνη γέλασε καὶ ὁ Σεργκέι τῆς χαμογέλασε ἀπό τὴν ἄλλη ὄχθη τῶν νερῶν. Καὶ ἡ μικρὴ Σόνια χαχάνισε παρόλο ποὺ σχεδὸν δὲν καταλάβαινε γιατὶ γελοῦσαν.
«Ὁ κύριος Ντόρτλιχ θά μᾶς πάρει ἀπὸ ἐδῶ.» εἶπε ἡ Χαριτίνη, κοιτῶντας ψηλά, στὸ παράθυρο τοῦ γραφείου τοῦ Διευθυντῆ.
Ἡ Σόνια εἶχε δεῖ τὴν ψηλή, ἐπιβλητηκή φιγούρα τοῦ ἄντρα μέ τὸ Σοβιετικὸ παλτό, ποὺ συνοδευόταν ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν Συνταγματάρχη Τίμκα, μέ τὰ γυαλιά του μέ τὸ σιδερένιο σκελετὸ νὰ ἀστράφτουν σὲ συγχρονισμὸ μέ τὴ μεταλικὴ ὀδοντοστοιχία του, τὴν ὥρα ποὺ ἔμπαινε ἀπό τὴν μπροστινὴ πόρτα τοῦ Ὀρφανοτροφείου.
«Κοῖτα, Ζόσια. Ὁ κύριος Ντόρτλιχ ἦρθε νά μᾶς πάρει.»
Ἐκείνη παρακολούθησε μαζὶ μέ τὴν ἀδερφή της τὸ νέο τους κηδεμόνα - ἄγγελο νὰ μπαίνει στὸ κάστρο˙ ἀντάλλαξε ἕναν παλιὸ ἀναπτήρα γιὰ ἕνα πακέτο τσιγάρα, ποὺ βρισκόταν τῶρα στὰ χέρια του. Πρέπει νὰ εἶχε μαζί του σπίρτα.

Ὅταν ὅλα εἶχαν διευθετηθεῖ, τὸ ἀπογευματινὸ φῶς εἶχε πάρει ἕνα χαρακτηριστικὸ πορτοκαλί. Ὁ Συνταγματάρχης Τίμκα, ποὺ μετροῦσε ἀκόμα τὰ λεφτὰ μέ τὸν ἀντίχειρά του, εἶπε στὰ ὀρφανὰ ὅτι ὁ κύριος Ντόρτλιχ θὰ ἦταν ἀπὸ ‘δῶ καί στὸ ἐξῆς ὁ ἐπίσημος κηδεμόνας τους.
«’Ελᾶτε νὰ τὸν συναντήσουμε μαζί, παιδιά.» εἶπε ὁ Συνταγματάρχης Τίμκα, δείχνοντάς τους τὰ σιδερένια του δόντια.

Μπῆκαν μέσα στὸ στάβλο. Καὶ βρισκόταν ἐκεῖ ὁ Ἐνρίκας Ντὀρτλιχ, κάτω ἀπό τὸ ἀχνὸ φῶς τοῦ σούρουπου, ἀνάμεσα σὲ σωροὺς χόρτων ποὺ ταίριαζαν μέ τὸ χρῶμα τῶν ξανθῶν σὰ στάχυα μαλλιῶν του, καθῶς οἱ τελευταῖες ἀκτίνες τοῦ ἥλιου τὰ ἔκαναν νὰ λαμπυρίζουν. Ἦταν ἡ ψυλότερος ἄντρας ποὺ εἶχε δεῖ ποτὲ ἡ Σόνια . Ἦταν δυνατός, κι ὅμως πολὺ εὔθραυστος. Πρέπει νὰ ἦταν γύρω στὰ 40 ἀλλὰ φαινόταν ἀγέραστος, σὰν νὰ βρισκόταν σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο ἀπὸ πάντα, περιμένοντάς τους. Ὑπῆρχε κάτι μεγαλύτερο ἀπό τὴ ζωή στὸ πρόσωπό του καὶ στὰ σὰν σκαλισμένα περιγράμματά του. Δὲν ἔμοιαζε καθόλου μέ τὸ Μπαμπά της. Δὲν ἔτρεξε πρός τὸ μέρος τους, καὶ αὐτοὶ δὲν ἔτρεξαν πρός τὸ δικό του. Ἀντίθετα, τοὺς κοίταξε μέσα ἀπό τὰ κρύα, παγερὰ γαλάζια μάτια του: κοίταξε τὸ Σεργκέι Ντραγούνωφ, τὴ Χαριτίνη Ντραγκούνοβα καί τὸ μωρό Σόνια Ντραγκούνοβα. Ἀναστέναξε καὶ γύρισε ἀπό τὴν ἄλλη μεριά. Ἔβαλε τὴν παλάμη τοῦ χεριοῦ του στὸ μάγουλο τοῦ μοναδικοῦ ἀλόγου τοῦ στάβλου, μιᾶς καστανοκόνκκινης φοράδας. Τὸ μακρὺ της πρόσωπο γύρισε πρός τὸ μέρος του, τραγανίζοντας βρώμη. Οἱ σταβλίτες τοῦ ὀρφανοτροφείου φρόντιζαν περισστερο τὸ ἄλογο ἀπ’ ὅτι τὰ παιδιά. Ὁ κύριος Ντόρτλιχ ἔτριψε τὸ λαιμό τοῦ ἀλόγου καὶ πλησίασε τὸ πρόσωπό του στὸ ἀφτί του, ἀλλὸ κανένας ἦχος δὲν βγῆκε ἀπό τὸ στόμα του. Φίλησε τὸ ἄλογο ἀνάμεσα στὰ μάτια.
«Φεαντόρ»
Εἶπε τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα τους. Τότε ἡ Σόνια πρόσεξε ὅτι γὐρω ἀπό τὸ λαιμό του κρέμονταν τὰ κυάλια του.

Ἐκεῖνος γύρισε πρός τὸ μέρος τους.
«Εἶστε τιποτένιοι. Μπορεῖτε νά μοῦ ἀπευθύνεστε ὡς κύριο Ντόρτλιχ, ἀλλὰ δὲν εἶμαι Γερμανός. Δὲν εἶμαι οὔτε Ῥῶσσος. Καὶ δὲν εἶμαι οὔτε Λιθουανός. Εἶμαι πολίτης τοῦ Ντόρτλιχ.»
Καὶ ἦταν σὰν νὰ μὴν ἀναφερόταν σ’ ἐκείνους, σὰν νὰ κοιτοῦσε κάπου πέρα ἀπ’ αὐτούς, πέρα ἀπ’ τοὺς σωροὺς μέ τὰ χόρτα, πέρα ἀπό τὸ στάβλο, πέρα ἀπό τὸ Ὀρφανοτροφεῖο, πέρα ἀπό τὸν ἴδιο τὸν κόσμο.

Τὰ ἐλάχιστα ὑπάρχοντα τῶν παιδῶν εἶχαν πακεταρισυεῖ σὲ λίγες τσάντες. Τὴν ὥρα ποὺ ἔφτασαν σπίτι, βαριὰ βροχὴ εἶχε κάνει τὴ σκόνη νὰ κατακαθίσει.

Θυμόταν καλὰ μὲ πόσο πάθος καὶ ζωηράδα εἶχε πεῖ τὸ ποίημά της στὴ γιορτὴ τῆς Ὀκτωβριανῆς Ἐπανάστασης. Θυμόταν πὼς ὁ Ντόρτλιχ τὴν εἶχε χειροκροτήσει, συγκρατῶντας τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ μὴν γελάσει, καὶ πὼς ἡ Χαριτίνη τὴν εἶχε πληροφορήσει ὅτι εἶναι γελοία μέ τὴν ἐμμονή της μέ τὸ «γαμημένο» ποίημα.
Ἡ Σόνια σχεδὸν ξέσπασε σὲ δάκρυα!
«Δὲν πήγαινε ἄλλο!»
Ἦταν ἐξαιρετικὰ αὐαίσθητη στὸ θέμα τῆς ἐθνικῆς ὑπερηφάνειας. Ἀγαποῦσε τὴ μεγάλη Σοβιετική της Πατρίδα καὶ ὁτιδήποτε ἀφοροῦσε τὴν ἄμυνά της ἐνάντια στοὺς ἐχθρούς, τὴ φανάτιζε ἀπόλυτα. Μισοῦσε τοὺς ἠλίθιους Δανοὺς καί τοὺς Νορβηγούς –«αὐτούς τοὺς δράκους ποὺ παρενοχλοῦν τὴ Βαλτικὴ ὅποτε χαλαρώνουν τὰ λουριά τους»–  τοὺς Βρετανούς, τοὺς Γάλλους –«τοὺς ἐκμεταλλευτές, δανειστές, ἀντεροβγάλτες μέ τὸ νόμισμα πού, μόλις ἐμεῖς ἀποσύρουμε τὴν κάλυψη ὁμολόγων μας, δὲ θὰ ἔχει ἀντίκρισμα.» – τοὺς Ἰταλούς –«τοὺς Σταυροφόρους στὸ ὄνομά Του ποὺ ψοφᾶνε σὰν τὶς μέλισσες γιὰ ἕνα Θεὸ πού τὸ μόνο ποὺ κάνει εἶναι νὰ παιδεύεται με κονκλάβια καὶ Πάπες» – Μερικὲς φορὲς δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ ἀναρωτηθεῖ γιά τὴ μεγαλύτερη ἀδερφή της, τὴ Χαριτίνη. Δὲν ἀγαποῦσε καὶ αὐτὴ τὴ χώρα; Δὲ μισοῦσε ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἀπειλοῦσαν τὴν εὐημερία τῶν Κομμουνιστῶν; Νοιαζόταν μονάχα γιά τὴ μικρή της ζωοῦλα καὶ τίποτα παραπάνω; Ἄ, ὄχι, ὄχι, ὄχι! Ποτὲ δὲ θὰ γινόταν ἔτσι! Πάντα θὰ ἦταν προστάτιδα τῶν δικαιωμάτων τῆς πατρίδας της! Μέχρι τὸ θάνατο! Ὅπως ἡ Μαμὰ καὶ ὁ Μπαμπάς της! Καί, φυσικά, ὅπως ὁ κηδεμόνας της, ὁ Ἐνρίκας Ντόρτλιχ!

Ὅταν δὲν ἦταν παρὰ ἕνα μωρό, ἡ μάνα της, ἡ Ἀκιλίνα, ἔκανε μπάνιο μαζί της. Ὁ Σεργκέι τῆς ἔκανε φοῦσκες κοντὰ στὴ μπανιέρα τῆν ὥρα ποὺ ἡ Χαριτίνη τῆς ἔδινε ἕνα πορτοκάλι ποὺ ἡ μητέρα της ἔπιασε ἀντὶ γιὰ ἐκείνη, καί τὸ ἔκοψε μέ τὰ νύχια της. Ἔκανε νόημα στὸν πατέρα της νὰ ἔρθει πιὸ κοντά˙ ἐκεῖνος τοὺς παρακολουθοῦσε καί τοὺς πρόσεχε μὲ ἀγάπη, καθῶς στηριζόταν στὸν τοῖχο τοῦ μπάνιου, μέ τὸ ἄρωμά του ἀπό παλιὰ ῥοῦχα, μέντα καὶ ἰώδιο ἀπό τὴ μάχη νὰ πλανιέται ἀκόμα τριγύρω του. Ἡ μαμὰ πίεσε τὸ χέρι της στᾶ χείλη του καθῶς τὴν πλησίασε καὶ ἐκεῖνος τῆς δάγκωσε ἁπαλά τὰ δάχτυλα, χαμογελῶντας. Ἡ Σόνια ἀγκάλιασε τὸ ζεστὸ πορτοκάλι καὶ γέλασε κι ἐκείνη.
Ἀργότερα, τὸ πορτοκάλι εἶχε κυλήσει στὰ πλακάκια τοῦ μπάνιου, σπρωγμένο ἀπό τὰ πόδια τῶν παιδιῶν, ποὺ ἔπαιζαν ἕνα παιχνιδάκι σὰν ποδόσφαιρο μ’ αὐτό.

Ὅταν ἦταν δώδεκα ἐτῶν, μόλις στὴν πρώτη τάξη στὸ σύστημα τοῦ ἑξαθέσιου Γυμνασίου, οἱ Πόλεμοι τῆς Χιλιετίας βρίσκονταν στὴ θυελλώδη πτώση τους. Τὸ Βατικανό καί τὸ Ἀρχιεπισκοπικὸ Κονκλάβιο εἶχαν μόλις δηλώσει ἀνοικτά τὴ συμμετοχή τους στὸν πόλεμο μὲ ἀρχηγό τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἐνρίκο Μἀξιμο. Ἡ Σόνια παρακολούθησε τὴ στέψη του ὡς Ἀρχιεπισκόπου ποὺ μεταδιδόταν ζωντανά στὴν πλατεία τῆς πόλης Κάουνας, στὴν Παλιὰ Πόλη, κρατῶντας πάντα τὸ χέρι τοῦ Ντόρτλιχ˙ ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος εἶχε τὰ ἴδια μάτια μέ τὸν Ἴβαν. Καὶ ἕνα φωτοστέφανο ἀπὸ μακριά, κυματιστά, χρυσαφένια μαλλιὰ ποὺ ἔμοιαζαν μὲ χαίτη λιονταριοῦ καθῶς ἔπεφταν στοὺς ὤμους του, πάνω ἀπό τὰ ἄμφια ποὺ ἦταν διακοσμημένα μὲ κρίνους, χρυσὰ κεντήματα καὶ παπικὰ σύμβολα.
«Θά τοὺς χτυπήσουμε ἀπό τὰ πλάγια, μὲ ὅ,τι ἔχουμε! Ἐπαιδὴ οἱ ἀνόητοι ξεπέρασαν κάθε ὅριο, ἔπεσαν στὴν Αἵρεση καὶ χαίρονται γιὰ αὐτό, νὰ τὶ συμβαίνει! Τὶ ὄμορφο συναίσθημα! Ναί, πράγματι! Σχεδὸν φωτιά! Σὰν ἕνα καθαρτήριο! Εἶναι ἡ ΘΕΪΚΗ ΤΙΜΩΡΙΑ!»
Τότε ἡ μόνη «Αἵρεση» ποὺ ἤξερε ἡ Σόνια, ἦταν τὸ γουρουνάκι τῆς ξαδέρφης τους, τῆς Λιουμπίτσκα. Ἦταν ἕνα χαριτωμένο, κατάμαυρο γουρουνάκι μὲ ῥόζ κοιλιά, ἀκριβῶς ὅπως στὶς ζωγραφιὲς ποὺ θὰ ἔβλεπες σὲ ἕνα εἰκονογραφημένο βιβλίο μέ τὴν ἱστορία «Τὰ Τρία Μικρὰ Γουρουνάκια» Ἀλήθεια, θὰ ἀναρωτιόταν κανεῖς γιατί τὸ εἶχαν ὀνομάσει «Αἵρεση». Δὲν ὑπῆρχε τίποτα αἵρετικὸ ἐπάνω του. Ἐκτὸς ἄν ἤσουν Ἰουδαῖος.
Καὶ ἦταν ἀδύνατο στὸ μυαλό της νὰ συλλάβει ποῦ βρισκόταν τὸ «ὡραῖο συναίσθημα» στὸν Ἰμπεριαλιστικὸ Πόλεμο, στὸ Λονδίνο, ποὺ καιγόταν ἀπό τοὺς Ναζί, καί στὸ Λευκὸ Οἴκο, ποὺ βρισκόταν μέσα στὶς φλόγες, στὴν Ἀμερική...
«Μὰ βέβαια! Πρέπει νᾶ πάρουμε πίσω τὴ Βρετανία γιά τὴν Εὐρώπη ἀπό τοὺς αἱρετικοὺς καί τὰ Τέρατα!»
Καὶ ὕστερα στὴν ὀθόνη ἐμφανίστηκαν τὰ λευκὰ ῥάσα, οἱ μάσκες, τὰ κωνικὰ καπέλα, οἱ σταυροί, οἱ μεταλλικοὶ κρότοι, τὰ τρομακτικὰ μακριὰ ἔμβολα καί τὰ ξίφη, οἱ λόγχες καὶ ὁ σαματάς...
«Ἡ Ἀδελφότητα Τοῦ Ξίφους Τῆς Κορωνίας! Καί τὰ 340 μέλη ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΜΕΝΑ!»
«Τὸ Τάγμα Τοῦ Καλατράβα Λὰ Νουέβα! Καί τὰ 118 μέλη ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΜΕΝΑ!»

«Τὸ Ἱερὸ Στρατιωτικὸ Τάγμα Τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Τῆς Τοσκάνης! Καί τὰ 257 μέλη ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΜΕΝΑ!»
«Οἱ Ἱππότες Τῆς Μάλτας! Καί τὰ 2.457 μέλη ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΜΕΝΑ!»
«Ἡ Ἀπέναντι Ἀκτή Τοῦ Ντούβρ, Ἀμένη, Γαλλία, Ἄγιος Ἰουστίνος! Καί τὰ 563 μέλη ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΜΕΝΑ!»[3]

«Μετὰ ἀπὸ παράκληση τῆς Ἁγιότητάς του, μαζευτήκαμε σήμερα ἐδῶ. Μαζὶ μέ τὴ συγκέντρωσή μας, προωθοῦμε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Μάξιμο. Ὁ στρατός μας γιά τὴν 9η σταυροφορία. Ἐμπιστευόμεθα  στὴ Χάρη σας δικαιοδοσία πλήρους διοίκησης, Ἀρχιεπίσκοπε Μάξιμε.»
«Δέχομαι ὁλοκληρωτικά. Ψυχὴ τα καὶ σώματι. ΑΜΗΝ. Ξεκινῆστε τὴν Ἀνάκτηση!»

Ἡ Σόνια κάλυψε τρομοκρατημένη τὰ μάτια της ἐνῶ ὁ Ντόρτλιχ σχολίαζε, μάλλον ψυχαγωγημένος:
«Ὁ Γιατρὸς εἶχε δίκιο, αὐτό τὸ ἀγόρι δὲν εἶναι καθόλου κακό, ὅταν τὸ ἀποφασίσει.»
Λίγες μέρες μετά τὴν ἀποβίβαση τῆς Ἀποστολῆς καί τῆς 9ης Σταυροφορίας, ὁ κόσμος εἶπε ἀντίο γιὰ πάντα στὸ Ῥωσσικὸ στρατό.
Στρατιώτες ὅπως ὁ Σεργκέι, τῶρα χαρακτηρίστηκαν «ἐκπαιδευμένοι στὸν ἀνενεργὸ Ῥωσσικὸ στρατό». Τῶρα ὑπῆρχε μόνο ΣΟΒΙΕΤΙΚΟΣ στρατός. Τὸ Μεγάλο Δουκάτο τῆς Λιθουανίας ἦταν τῶρα κι αὐτὸ Σοβιετικό. Τὸ Βασίλειο τῆς Δανίας ἀντιστάθηκε ἡρωικὰ ἀλλὰ πέρασε ὑπό τὴν κατοχή τῶν Ναζί τὴν ἴδια μέρα πού τὸ Βασίλειο τῆς Νορβηγίας σχεδὸν δὲν εἶχε σχηματίσει καμία ἀντίσταση, τὴν ὥρα ποὺ οἱ στρατιῶτες τῶν Ναζὶ πλημμύρισαν τὸ Ὄσλο...
Ἡ χρυσὴ ἑποχή τῶν «Ὁλοκληρωτικῶν Αὐτοκρατοριῶν» εἶχε μπεῖ μπροστά. Ἡ Μεγάλη Βρετανία εἶχε περάσει ὁλοκληρωτικά στὴ σφαίρα ἀπιρροῆς τῶν γερμανῶν καὶ ἡ Γερμανία εἶχε μετονομαστεῖ ἀπὸ «Ὁμοσπονδιακὴ Δημοκρατία τῆς Γερμανίας» σὲ Αὐτοκρατορικὸ Ἔθνος τῆς Γερμανίας».
Φυσικὰ αὐτὸ δὲ σήμαινε τίποτα γά τὴ Σόνια. Ἀπό τὶς τερατώδεις ἀλλαγὲς ποὺ συνέβαιναν στὸν κόσμο, ἐκείνη μποροῦσε νὰ νιώσει μόνο αὐτὲς ποὺ ἐπηρέαζαν τὴν οἰκογένειά της. Ὁ Σεργκέι ἔφυγε γιὰ ἕναν ὁλόκληρο χρόνο καί, ὅταν γύρισε, ἦταν ψυχρὸς καί τὸ πρόσωπό του γεμάτο σημάδια, τὰ ὄμορφα χείλη του σκισμένα, τὰ ὑπέροχα μὼβ μάτια του ποὺ μοιράζονταν τὸ ἴδιο χρῶμα μέ τὰ δικά της εἶχαν χάσει τρομακτικά τὸ χρῶμα τους καὶ εἶχε ἀπεριποίητες πληγὲς παντού. Καὶ ὁ Χειμώνας τῆς Σιβηρίας εἶχε ῥιζωθεῖ γιὰ πάντα στὴν καρδιά του. Ὁ Ντόρτλιχ τῆς εἶπε ἁπλὰ ὅτι ἦταν μέρος τῆς ἐκπαίδευςῆς του, ἀλλὰ ἡ Σόνια ἤξερε ὅτι δὲν ἦταν μόνο αὐτό, φυσικά. Ὁ ἀδερφός της δὲν ἦταν ὁ ἑαυτός του πιά˙ ἀρνοῦνταν συστηματικὰ νὰ φάει. Μονάχα ἔπινε. Βαριά, ὅποτε ἔπεφταν στὴν κατοχή του μπουκάλια μὲ βότκα. Μιλοῦσε σπάνια καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρό, σταμάτησε ἐντελῶς νὰ μιλάει. Τριγυρνοῦσε στὸ σπίτι σὰν ἕνα τρομακτικὸ φάντασμα, φορῶντας πάντα τὴ στρατιωτική του στολή, μισομεθυσμένος, μισοπεθαμένος. Ἤ ἐντελῶς πεθαμένος. Καὶ κοιμόταν. Κοιμόταν, πνιγμένος σὲ ἕνα δικό του κόσμο, καὶ ἡ Σόνια θὰ ὁρκιζόταν ὅτι τὸν ἄκουσε νὰ φωνάζει μὲ ἀγωνία μὶα ἤ δύο φορές, μπλεγμένος μέσα στὰ σκοτεινά του ὄνειρα.
Οἱ φωνές του ἀκούστηκαν κάτω ἀπό τη σκάλα ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ δωμάτιό του καὶ ὁ Ντόρτλιχ μέ τὴ Χαριτίνη, ποὺ ἔσυρε καί τὴ Σόνια μαζί, ὅρμηξαν στὸ δωμάτιο τοῦ Σεργκέι. Ἐκεῖνος μούγκριζε καὶ φώναζε, δερνόταν, πάλευε, δάγκωνε τὸ ἴδιο του τὸ καθαρὸ κρεβάτι. Ὁ Ντόρτλιχ ἔριξε τὸ βάρος του πάνω του καὶ παγίδευσε τὰ χέρια τοῦ ἀγοριοῦ μέσα στὴν κουβέρτα καί τὰ γόνατά του πάνω της.
«Ἤρεμα, ἤρεμα.»
Ἡ Χαριτίνη, φοβούμενη γιά τὴ γλῶσσα του, τράβηξε ἀπότομα τὴ ζώνη ἀπό τὴ ῥόμπα της, κράτησε τὴ μύτη του μέχρι ποὺ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ ἀέρα καὶ ἔβαλε τὴ ζώνη ἀνάμεσα στὰ δόντια του. Ἐκεῖνος ῥίγησε καὶ ὕστερα ἔμεινε ἀκίνητος, σὰν ἕνα πουλὶ ποὺ πεθαίνει. Ἡ ῥόμπα τῆς Χαριτίνης εἶχε ἀνοίξει καὶ ἐκείνη τὸν ἔσφιξε πάνω της καὶ κράτησε ἀνάμεσα στὰ στήθη της τὸ πρόσωπό του, ὑγρὸ ἀπό τὰ δάκρυα τῆς ὀργῆς.
Ἀλλὰ ἦταν ἡ μικρὴ Σόνια ποὺ ῥώτησε «Σεριόζα! Εἶσα καλά;»

Ἡ Σόνια ἔκλαιγε κάθε μέρα ποὺ ὁ ἀδερφός της ἦταν ἔτσι. Καὶ ἔκλαιγε ὅπως εἶχε κλάψει ὡς μωρό στὰ γόνατά του, ὅταν  ἐκεῖνος ἔπαιρνε τὰ μικρά της χεράκια καί τῆς τραγουδοῦσε.

Τὸ πρωί τῶν Χριστουγέννων θὰ ἔβρισκε ὁλόκληρη τὴν οἰκογένεια συγκεντρωμένη γύρω ἀπό τὸ τραπέζι, μέ τὸν Ντόρτλιχ νὰ κόβει τὸ ψωμί καί τοὺς ὑπόλοιπους νὰ τρῶνε τηγανιτὰ χοιρινὰ κεφτεδάκια, συνοδευόμενα ἀπὸ μπόρς[4], κουπνίκας[5] καὶ ἀποξηραμένα φροῦτα. Ἡ σφοδρὴ χιονόπτωση θὰ τοὺς ἀνάγκαζε νὰ φοροῦν τὰ παλτά τους ἀκόμα καὶ μέσα στὸ σπίτι, καὶ ἡ τελευταία δεκαετία πρίν τὴν αὐγή τῆς Χιλιετίας θὰ ἔφτανε σιγὰ σιγά στὸ τέλος της. Σὲ πέντε μέρες ἀπὸ τότε, τὰ φῶτα θὰ ἔσβηναν καὶ ὅλοι τους θὰ καλωσόριζαν τὴ Νέα Χρονιὰ μὲ πυροτεχνήματα ποὺ θὰ φώτιζαν τὸν οὐρανὸ ὰπό τὸ Κάουνας ὡς τὸ Βίλνιο, καὶ ὅλα τὰ πλοῖα θὰ σφύριζαν μέ τὶς κόρνες τους, γιορτάζοντας στὸ λιμάνι τῆς Κλαιπέδας.
Ὅταν θὰ ξανάναβαν τὰ φῶτα θὰ ἦταν 2000.
Ἡ χρυσὴ ἑποχή τῶν ’90 θὰ ἦταν πιὰ παρελθόν...
Μόνο ὁ οὐρανὸς πάνω ἀπό τὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη θὰ παρέμενε σκοτεινός... Ἡ σκοτεινὴ Δανία, ἡ σκοτεινὴ Νορβηγία, ἡ σκοτεινὴ Βρετανία...
«Ντασβιντάνια».
Στὰ Ῥώσσικα σημαίνει «Θά τὰ ξαναποῦμε».
Καὶ θά τὰ ξαναέλεγαν.
Ἡ Σόνια ἦταν σίγουρη γι’ αὐτό.
«Ντασβιντάνια» λοιπόν.
Θά τὰ ξαναποῦμε.

Θυμᾶσαι τότε ποὺ ἔφτασαν;
Θυμᾶσαι τὴν 9η Ἀπριλίου;[6]
Νομίζω πὼς θυμᾶσαι.
Ὅλοι θυμοῦνται.
Ξαφνικά, ἦταν παντού.
Ἡ Γκεστάπο, ἡ Βέρμαχτ, ἡ Ἄμπβερ, τὰ Ἔς Ἔς.
Ὅλα γερμανικὲς δυνάμεις.
Γερμανοὶ Ναζί.
Δανοὶ Ναζί.
Ξεπήδησαν ἀπό τὸ σκοτάδι.
Περίμεναν τὴν ἡμέρα.

Βγῆκες νὰ δεῖς;

Τὶ σκεφτόσουν;

Ἐγὼ ξέρω τὶ σκεφτόμουν:
Ἀναρωτιόμουν ἄν μποροῦμε νὰ στήσουμε ξανὰ αὐτή τὴ σημαία. Νὰ τακτοποιήσουμε αὐτή τὴν ἀποστολή.
Ἀναρωτιόμουν ἄν εἶχες μείνει πίσω μας. Ἀλλὰ ὅταν ἔρθουν γιὰ σένα... Καί τὸ ξανακάνουν... τότε... Τότε, θά τὸ ἀκοῦς ξανὰ καὶ ξανὰ καὶ ξανὰ καί...
ΞΑΝΑ!
Ἀναρωτιόμουν ἄν θά μᾶς ἔστελναν ἀλλού. Ἀναρωτιόμουν ἄν θά μᾶς ἔσκιζαν στᾶ δύο. Ἀναρωτιόμουν ἄν θά μᾶς ἔβρισκες στὸ ἔδαφος μὲ μολύβι, αἷμα καὶ ἱδρώτα.
Ζωοδότη μας.[7]

 


[1] Στὰ Ῥώσσικα «Θά τὰ ξαναποῦμε»/«Στὸ ἐπανιδεῖν».

[2] Τὸ «Πόλκοβνικ» εἶναι μιὰ στρατιωτικὴ βαθμίδα ποὺ ὑπάρχει σὲ πρ΄ψην κομμουνιστικὲς σλαβικὲς χῶρες καὶ σηνήθως ἀντιστοιχεῖ στὸ βαθμό τοῦ «συνταγματάρχη».

[3] Ὅλα τὰ τάγματα εἶναι φανατστικὰ «μαχητικὰ ἀποσπάσματα» τῆς «Παγκόσμιας Ἐκκλησίας», σχεδὸν ὅπως οἱ παλιὲς «παπικὲς φρουρές» τῆς Ἰταλίας.

[4] Τὸ «Μπόρς» εἶναι μιὰ σοῦπα μὲ κύριο συστατικό της τὸ πατζάρι, δημοφιλὴς σὲ πολλὲς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης.

[5] Τὸ «Κρουπνίκας» εἶναι ἕνα λιθουανικὸ εἶδος λικέρ, ποὺ βασίζεται στὴν ἀνάμειξη ἀλκοόλ μὲ μέλι, ἀφοῦ ἡ Λιθουανία εἶναι κυρίως γνωστὴ γιά τὰ προϊόντα μελιοῦ της.

[6] Νωρίς τὸ πρωί τῆς 9ης Ἀπριλίου, ἡ Γερμανία εἰσέβαλε ταυτόχρονα στὴ Δανία καί τὴ Νορβηγία, ὅπως εἶχε σχεδιστεῖ στὴν ἐπιχείρηση «Γουσερούμπουνγκ».

[7] Τὸ πρωτότυπο στὰ Δανέζικα: «....»